Oι ελεύθεροι κάτοικοι των Aθηνών, που δεν ανήκαν στο σώμα των αθηναίων αστών, αλλά διέμεναν μόνιμα στην πόλη, αποτελούσαν την κατηγορία των μετοίκων. H πλειοψηφία των μετοίκων απαρτιζόταν από ξένους, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την οικονομική άνθηση της Αθήνας έρχονταν για να κερδίσουν χρήματα, κατά κανόνα ασχολούμενοι με εμπορικές δραστηριότητες.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι πηγές δεν αντιπαραθέτουν στους μέτοικους τούς πολίτες, αλλά τους αστούς. Ένας μικρός μόνο αριθμός μετοίκων προερχόταν από πρώην δούλους, που μετά την απελευθέρωσή τους επέλεξαν να παραμείνουν στην Αθήνα.
Οι μέτοικοι δεν είχαν το δικαίωμα απόκτησης γης και οικίας, το οποίο η πόλη παρείχε μόνο σε ξένους σε ανταπόδοση των ευεργεσιών τους. Επιπλέον, ήταν υποχρεωμένοι στην καταβολή ενός ετήσιου φόρου αξίας 12 δραχμών για τους άντρες και 6 δραχμών για τις γυναίκες.
Tο λεγόμενο μετοίκιο δεν ήταν ιδιαίτερα επαχθής φόρος, καθώς αντιστοιχούσε στο ημερομίσθιο ενός εργάτη. Σε περίπτωση όμως μη καταβολής του μετοικίου, ο μέτοικος κινδύνευε να περιπέσει σε δουλεία. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπιζαν, τουλάχιστον έως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., οι μέτοικοι που δεν είχαν ορίσει προστάτη, δηλαδή έναν Αθηναίο πολίτη, ο οποίος πιστοποιούσε κατά κάποιον τρόπο την καταλληλότητα του ξένου να γίνει μόνιμος κάτοικος Αθηνών και του εξασφάλιζε το δικαίωμα της προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο προΐστατο ο πολέμαρχος.
Οι πλουσιότεροι μέτοικοι -όπως και οι πλουσιότεροι Αθηναίοι πολίτες- ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν έναν επιπλέον φόρο, την εισφορά, όταν κρίσιμες περιστάσεις, όπως ο πόλεμος, το απαιτούσαν.
Οι μέτοικοι αποτελούσαν, σε ένα σημαντικό ποσοστό τους, ένα οικονομικά εύρωστο στρώμα της αθηναϊκής κοινωνίας, καθώς ήταν αυτοί που κατά κύριο λόγο αναλάμβαναν κάποιες ιδιαίτερα προσοδοφόρες χρηματιστικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές επιχειρήσεις.
Στο σύνολο, ωστόσο, των μετοίκων συναντάμε και κάποιους με αρκετά μικρότερη οικονομική επιφάνεια, όπως για παράδειγμα εργάτες στην οικοδόμηση δημόσιων κτιρίων (Eρέχθειο, 409/8 και 408/7 π.Χ., Ελευσίνα 329/8 π.Χ.), μάγειρους και κηπουρούς.
Λόγω των προαναφερθέντων δραστηριοτήτων τους, το σημαντικότερο ποσοστό των μετοίκων διέμενε στους δήμους του άστεως και στους γειτονικούς δήμους. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (επιγραφές από επιτύμβιες στήλες), δήμοι, όπως η Mελίτη, στα βορειοδυτικά των Αθηνών, και ο Πειραιάς είχαν τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης μετοίκων κατά την Κλασική περίοδο.
Αν και αποτελούσαν μια ιδιαίτερη -νομικά καθορισμένη κοινωνική ομάδα- χωρίς το δικαίωμα της άμεσης συμμετοχής της στις πολιτικές διαδικασίες, οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική ζωή της Αθήνας.
Ανέπτυσσαν φιλικές σχέσεις με Αθηναίους πολίτες, οργάνωναν συμπόσια, συμμετείχαν στις γιορτές της πόλης, αλλά και συνέβαλλαν οι ίδιοι στην ίδρυση βωμών ή ακόμα και στην ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, όπως συνέβη στον Πειραιά.
H συχνότητα τιμητικών ψηφισμάτων για μετοίκους από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. είναι ενδεικτική για την αύξηση των χορηγιών από μέρους τους και για την αναγνώριση της προσφοράς τους από την πόλη.
Πηγή: http://www.newsit.gr
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι πηγές δεν αντιπαραθέτουν στους μέτοικους τούς πολίτες, αλλά τους αστούς. Ένας μικρός μόνο αριθμός μετοίκων προερχόταν από πρώην δούλους, που μετά την απελευθέρωσή τους επέλεξαν να παραμείνουν στην Αθήνα.
Οι μέτοικοι δεν είχαν το δικαίωμα απόκτησης γης και οικίας, το οποίο η πόλη παρείχε μόνο σε ξένους σε ανταπόδοση των ευεργεσιών τους. Επιπλέον, ήταν υποχρεωμένοι στην καταβολή ενός ετήσιου φόρου αξίας 12 δραχμών για τους άντρες και 6 δραχμών για τις γυναίκες.
Tο λεγόμενο μετοίκιο δεν ήταν ιδιαίτερα επαχθής φόρος, καθώς αντιστοιχούσε στο ημερομίσθιο ενός εργάτη. Σε περίπτωση όμως μη καταβολής του μετοικίου, ο μέτοικος κινδύνευε να περιπέσει σε δουλεία. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπιζαν, τουλάχιστον έως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., οι μέτοικοι που δεν είχαν ορίσει προστάτη, δηλαδή έναν Αθηναίο πολίτη, ο οποίος πιστοποιούσε κατά κάποιον τρόπο την καταλληλότητα του ξένου να γίνει μόνιμος κάτοικος Αθηνών και του εξασφάλιζε το δικαίωμα της προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο προΐστατο ο πολέμαρχος.
Οι πλουσιότεροι μέτοικοι -όπως και οι πλουσιότεροι Αθηναίοι πολίτες- ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν έναν επιπλέον φόρο, την εισφορά, όταν κρίσιμες περιστάσεις, όπως ο πόλεμος, το απαιτούσαν.
Οι μέτοικοι αποτελούσαν, σε ένα σημαντικό ποσοστό τους, ένα οικονομικά εύρωστο στρώμα της αθηναϊκής κοινωνίας, καθώς ήταν αυτοί που κατά κύριο λόγο αναλάμβαναν κάποιες ιδιαίτερα προσοδοφόρες χρηματιστικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές επιχειρήσεις.
Στο σύνολο, ωστόσο, των μετοίκων συναντάμε και κάποιους με αρκετά μικρότερη οικονομική επιφάνεια, όπως για παράδειγμα εργάτες στην οικοδόμηση δημόσιων κτιρίων (Eρέχθειο, 409/8 και 408/7 π.Χ., Ελευσίνα 329/8 π.Χ.), μάγειρους και κηπουρούς.
Λόγω των προαναφερθέντων δραστηριοτήτων τους, το σημαντικότερο ποσοστό των μετοίκων διέμενε στους δήμους του άστεως και στους γειτονικούς δήμους. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα (επιγραφές από επιτύμβιες στήλες), δήμοι, όπως η Mελίτη, στα βορειοδυτικά των Αθηνών, και ο Πειραιάς είχαν τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης μετοίκων κατά την Κλασική περίοδο.
Αν και αποτελούσαν μια ιδιαίτερη -νομικά καθορισμένη κοινωνική ομάδα- χωρίς το δικαίωμα της άμεσης συμμετοχής της στις πολιτικές διαδικασίες, οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική ζωή της Αθήνας.
Ανέπτυσσαν φιλικές σχέσεις με Αθηναίους πολίτες, οργάνωναν συμπόσια, συμμετείχαν στις γιορτές της πόλης, αλλά και συνέβαλλαν οι ίδιοι στην ίδρυση βωμών ή ακόμα και στην ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, όπως συνέβη στον Πειραιά.
H συχνότητα τιμητικών ψηφισμάτων για μετοίκους από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. είναι ενδεικτική για την αύξηση των χορηγιών από μέρους τους και για την αναγνώριση της προσφοράς τους από την πόλη.
Πηγή: http://www.newsit.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου