Ο Νίκος Ξανθόπουλος, ένας από τους δημοφιλέστερους Έλληνες ηθοποιούς, πέθανε, σε ηλικία 89 ετών, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του και τον χώρο της υποκριτικής.
Το «παιδί του λαού», που νοσηλευόταν για πολύ καιρό με σοβαρά προβλήματα υγείας, άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα, Κυριακή 22 Ιανουαρίου, σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω. Η κηδεία του αγαπημένου ηθοποιού θα τελεστεί την Τρίτη 24 Ιανουαρίου, στη μια το μεσημέρι, στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε πολύ γνωστός και δημοφιλής τη δεκαετία του ’60, ως πρωταγωνιστής δραματικών ταινιών, ερμηνεύοντας κυρίως το ρόλο του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού, που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται.
Γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934. Παιδί Ποντίων προσφύγων μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ψαράς και αντιστασιακός, ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής του στίβου και είχε βγάλει δελτίο στον ΣΕΓΑΣ στις 17/1/1952, με ομάδα την ΑΕΚ, έχοντας αριθμό μητρώου 14038. Κυρίως ασχολήθηκε με τα άλματα εις μήκος και στο τριπλούν όπως και στα εμπόδια, καταγράφοντας πολύ καλές επιδόσεις. Λίγο αργότερα, δοκίμασε να παίξει και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ, όμως τελικά αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Ωστόσο, πάντα ήταν φίλος των «κιτρινόμαυρων» και παρακολουθούσε την πορεία τους.
Εκτός από τον αθλητισμό, λάτρευε το διάβασμα. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στο θίασο της Κατερίνας με την κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία». Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκτός από τον θίασο της Κατερίνας, που υπήρξε μεγάλη δασκάλα γι’ αυτόν, έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, συνεργάστηκε με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο.
Το 1958 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι». Στην αρχή έπαιξε ρόλους κακού, σκληρού και γενικά δευτερότριτους ρόλους, σε κωμωδίες, δράματα, ακόμη και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες, ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο απογείωσε την καριέρα του.
Με την ίδρυση της εταιρείας των Τεγόπουλου/Καράμπελα «Κλακ Φιλμ» το 1963, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της. Με σκηνοθέτη τον Τεγόπουλο και σπουδαίους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου στους υπόλοιπους ρόλους, ο Νίκος Ξανθόπουλος τυποποιήθηκε σε ρόλους κατατρεγμένου και αδικημένου, σε ταινίες μελό, όπως «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969).
Πολλές από αυτές τις ταινίες δεν προβλήθηκαν καν στην πρώτη προβολή, αλλά απευθείας στις συνοικίες της Αθήνας, όπου γινόταν χαλασμός κόσμου, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι διανοούμενοι τις λοιδορούσαν και οι κριτικοί τις περιφρονούσαν, αλλά ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους λαϊκούς κινηματογράφους και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ζούσαν ακόμη τότε αποθέωναν «Το παιδί του λαού».
Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα. Καθιερώθηκε στο ρόλο του φτωχού, κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού, που παρά τη δυστυχία όπου ζει, τελικά η ζωή τον δικαιώνει.
Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Μετά το 1971 σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε σε νέα καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Η τελευταία του παρουσία στον κινηματογράφο, μετά από απουσία 24 ετών, ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο».
Συνολικά είχε κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ και 55 σινγκλ. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Άκης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος και άλλοι. Κατά τη διάρκεια της αποχής του από κινηματογράφο και τηλεόραση, ο Ξανθόπουλος είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και να περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας την αποδοχή και την αποθέωση από την Ελληνική ομογένεια.
Στα τέλη του 2005 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» περιοδεύοντας μάλιστα ανά την Ελλάδα για την προώθηση του βιβλίου του. Η ιδέα για την έκδοση προέκυψε μετά από συνέντευξή του στο περιοδικό «Εικόνες».
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά «Αγρίμια». Οκτώ χρόνια μετά, το 1981, συμμετείχε στο σίριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». Υποδύθηκε τον καπετάνιο που ήθελε να μπαρκάρει και δεν μπορούσε να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα. Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά «Στην κόψη του ξυραφιού».
Το 1989 συνεργάστηκε με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλλη στο «Μινόρε μιας καρδιάς» που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το «Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα» της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.
Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, «Η καρδιά του πατέρα» και «Έρωτας στο περιθώριο», που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος και διέμενε στο κτήμα του στην Παιανία. Ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε παντρευτεί δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά.