Αγγείο όπου απεικονίζεται η προετοιμασία του μαλλιού και η διαδικασία ύφανσης σε όρθιο αργαλειό. |
Δεν είναι μόνο τα κατάλοιπα εργαστηριακής εγκατάστασης της μυκηναϊκής εποχής που βρέθηκαν, αλλά και τμήμα από την απότομη κοίτη ενός χειμάρρου με παρόχθιες και εντός της κοίτες. Ένα ολόκληρο σύστημα διαχείρισης υδάτων από αγωγούς και ορύγματα που απλωνόταν σε 3.000 τ.μ. για το πρώτο στάδιο επεξεργασίας.
Το βιβλίο «Η αρχαία Αστική Οδός και το μετρό κάτω από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης», που έγραψε η αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Καζά-Παπαγεωργίου, αναφέρεται σε πολλά ακόμη μυστικά της πολυσύχναστης σήμερα λεωφόρου. Η μεγάλη έκταση και ο μεγάλος επίσης όγκος του κατεργαζόμενου προϊόντος οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μυκηναϊκή εγκατάσταση βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ηγεμόνα που κατοικούσε στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Τι έκαναν ακριβώς οι εργάτες; Μέσα στους λαξευμένους χώρους μούσκευαν μικρά δεμάτια του λίνου, αφού τα σκέπαζαν για να τα προστατέψουν από τον ήλιο με πέτρες και χώμα. Μετά το μούσκεμα, καθάριζαν τα δεμάτια από τις ρίζες, τα άπλωναν για να στεγνώσουν και έπειτα σε άλλους χώρους τα χτυπούσαν με ξύλινα εργαλεία για να εξαχθούν οι ίνες του λιναριού.
Η κεντρική εξουσία που είχε την έδρα της στο ανάκτορο της Ακρόπολης φρόντιζε για τη διαχείριση του προϊόντος. Αλλωστε, το λινάρι ήταν χρήσιμο όχι μόνο για την ένδυση αλλά και για τη ναυπηγική, η οποία απορροφούσε μεγάλες ποσότητες για τα πανιά, τα σχοινιά και το καλαφάτισμα των πλοίων. «Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τον κατάλογο των πλοίων που αναφέρεται στην “Ιλιάδα”, έλαβαν μέρος στον τρωικό πόλεμο με πενήντα πλοία υπό τον Μενεσθέα. Για τα πανιά των πλοίων και μόνο, χρειάζονταν πολλά μέτρα λινού υφάσματος», μας θυμίζει η συγγραφέας.
Η καλογραμμένη και κυρίως κατανοητή έκδοση έχει πολλές ιστορίες-αλήθειες για την πόλη, κάτω από τη στενάχωρη σήμερα λεωφόρο Βουλιαγμένης. Στη Δάφνη, για παράδειγμα, 1.200 μέτρα από τον σταθμό του μετρό, αποκαλύφθηκε τάφος με σκελετό, λευκές λήκυθοι (430-420 π.Χ.) ενώ ένας δεύτερος τάφος έκρυβε σπάνια μουσικά όργανα και αντικείμενα. Μια μορφή άρπας, λύρα από κέλυφος χελώνας, ξύλινος αυλός, χάλκινο μελανοδοχείο, γραφίδα, σπαράγματα από πάπυρο (το αρχαιότερο ελληνικό χειρόγραφο κατά τη συγγραφέα), τέσσερα πήλινα κερωμένα πινακίδια που ήταν δεμένα σε βιβλίο.
Μια μεγάλη διαδρομή σε μια έκδοση 192 σελίδων και 322 φωτογραφιών που, όπως γράφει στον πρόλογο ο ακαδημαϊκός Μιχάλης Τιβέριος, «με τη βοήθεια επιγραφικών ευρημάτων γνωρίζουμε σήμερα καλύτερα τα όρια ορισμένων αρχαίων δήμων, όπως του Ευωνύμου που φαίνεται ότι καταλάμβανε τμήματα της Ηλιούπολης, του Αλίμου, της Αργυρούπολης και του Ελληνικού». Εχει ενδιαφέρον ότι η συγγραφέας δεν στέκεται μόνο στα αρχαία που αποκαλύφθηκαν στις εργασίες του μετρό αλλά συμπεριέλαβε και αρχαιολογικά δεδομένα που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια εκτέλεσης δημόσιων και ιδιωτικών έργων από τη δεκαετία του ’80, συμπληρώνοντας τις γνώσεις για την αρχαία και νεότερη τοπογραφία της περιοχής.
Μαθαίνουμε ότι «το αττικό τοπίο με το εύκρατο και υγιεινό κλίμα και η γειτνίαση της περιοχής με το άστυ και τη θάλασσα υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες της συνεχούς κατοίκησης που παρατηρείται στη ζώνη ξηράς ανάμεσα στον Υμηττό και τον Σαρωνικό». Αλλά και ότι σύγχρονες κακές συνήθειες έχουν αρχαίες βάσεις. Από την 3η χιλιετία π.Χ. μπάζωναν ρέματα, όπως δείχνει η κατάχωση και παράλληλη εκτροπή τουλάχιστον δύο χειμάρρων στο Κοντοπήγαδο Αλίμου. Ευτυχώς το ρέμα της Πικροδάφνης των 5,5 χλμ. διατηρεί ακόμη την κοίτη και τις όχθες του στη φυσική τους μορφή.
Το αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπως και ο δήμος, πήρε το όνομά του από μνημειώδη ταφικό περίβολο που ήταν ορατός ανά τους αιώνες στη ΝΑ πλευρά του. Το μεγαλύτερο ταφικό μνημείο σχήματος Π στην Αττική, που «δήλωνε ανά τους αιώνες την ελληνικότητά του».
Οι αρπαγές στην Αιξωνή
Η επιτύμβια στήλη της Αρχεστράτης, που σήμερα στολίζει το Αρχαιολογικό Μουσείο του Leiden στην Ολλανδία, αποδεικνύει πως το «άθλημα» της αρπαγής αρχαιοτήτων είναι πολύ παλιό. Τα ταφικά μνημεία της αστικής οδού και των εσωτερικών της Αιξωνής (η σημερινή Γλυφάδα) ήταν γεμάτα από στήλες, αγγεία, αγάλματα και κιονίσκους, τα οποία ανήκαν σε εύπορες και μη οικογένειες Αιξωνέων. Πολλά απ’ αυτά τα θαυμάζουμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, όμως άλλα φυγαδεύτηκαν παράνομα τον 19ο αιώνα και βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού. Η συγκεκριμένη στήλη βρέθηκε τον 1819 σε ανασκαφή τάφων κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο δήμος Αιξωνής, «σε απόσταση τριών λευγών ή εννέα μιλίων από την Αθήνα, πάνω στον αρχαίο δρόμο προς το Σούνιο», όπως έγραφε το 1821 ο περιηγητής Bernard Rottiers. Δεν του αρκούσε όσα έβρισκε, έγραφε και καταλόγους για την πώληση.